- μεθοδευτής
- μεθοδευτής, ὁ (Α) [μεθοδεύω]1. αυτός που χρησιμοποιεί μια τέχνη ή μέθοδο2. αυτός που κατασκευάζει κάτι με μέθοδο ή τέχνη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μεθοδευτής — one who goes to work by rule masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεθοδευταί — μεθοδευτής one who goes to work by rule masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεθοδευτάς — μεθοδευτά̱ς , μεθοδευτής one who goes to work by rule masc acc pl μεθοδευτά̱ς , μεθοδευτής one who goes to work by rule masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εθοδευτικός — ή, ό (Α μεθοδευτικός, ή, όν) [μεθοδευτής] νεοελλ. αυτός που συντελεί στη μεθόδευση αρχ. αυτός που γίνεται με μέθοδο, συστηματικός. επίρρ... μεθοδευτικῶς (Α) με τρόπο μεθοδευτικό, με μέθοδο … Dictionary of Greek